- παρακόλλημα
- παρακόλλημαthat which is glued onneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακόλλημα — τὸ, Α [παρακολλώ] 1. αυτό που προσκολλάται πάνω σε κάτι και πιθ. κόσμημα από γλυπτό ξύλο προσκολλώμενο πάνω σε έπιπλο 2. (για χορδή κολλημένη σε κύλινδρο) σφίξιμο 3. είδος κολλυρίου … Dictionary of Greek
παρακολλήμασι — παρακόλλημα that which is glued on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολλήματα — παρακόλλημα that which is glued on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)